- αυγουστέλα
- η και αυγουστέλι, τοσύκο που ωριμάζει τον Αύγουστο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγουστέλα — η η αυγουστέλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀγουστάλιον αντί αὐγουστάλιον πρβλ. Άγουστος Αύγουστος] … Dictionary of Greek
αυγουστέλι — το 1. ονομασία του πουλιού νήσσα* η θερινή, πάπια της Αιγύπτου 2. η αυγουστέλα … Dictionary of Greek